- καθαίρουσι
- καθαίρωcleansepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)καθαίρωcleansepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαιροῦσι — καθαιρέω take down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καθαιρέω take down pres ind act 3rd pl (attic epic doric) καθαιρέω take down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καθαιρέω take down pres ind act 3rd pl (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… … Dictionary of Greek
συμφράσσω — ΜΑ μέσ. συμφράσσομαι συνωμοτώ («συμφραξάμενοι ἅπαντες καθαιροῡσί γε αὐτὸν τῆς ἀρχῆς καὶ εἰς τὸ τῆς Λήθης ἐμβάλλουσι φρούριον», Αγαθ.) αρχ. 1. (ιδίως σχετικά με στράτευμα) συμπυκνώνω, πυκνώνω τη διάταξη 2. φράζω ολόγυρα, περικλείω («λιθοειδεῑ… … Dictionary of Greek
φαρμακή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ.) στην πρώην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσαπουρνιάς. * * * Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ χύτρα, ἣν ἡτοίμαζον τοῑς καθαίρουσι τὰς πόλεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φαρμακός «κακούργος»] … Dictionary of Greek